βολεί
Προφορά
Ετυμολογία
βολεί μεταγενέστερη ελληνική εὐβολεῖ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βολεί
✦ (ως προσωπ.) προσφέρεται, παρέχει άνεση, ευκολύνει
✦ (ως απρόσ.) είναι βολετό, εύκολο: θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν (Λορ. Μαβίλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–