βολίδα


βολίδα
Προφορά

Ετυμολογία
βολίδα μεταγενέστερη ελληνική βολίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βολίδα

✦ καθετί που εκσφενδονίζεται, που εκτοξεύεται
✦ φρ. τρέχει σαν βολίδα ή είναι βολίδα, τρέχει πάρα πολύ γρήγορα, κινείται με μεγάλη ταχύτητα
✦ όργανο για τη βυθομέτρηση της θάλασσας, σκαντάγιο
✦ μικρό, λαμπερό, ουράνιο σώμα, είδος διάττοντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.