βολή
Προφορά
Ετυμολογία
βολή αρχαία ελληνική βολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βολή
✦ εκσφενδόνιση και χτύπημα με βλήμα
✦ πυροβολισμός
✦ άνεση, ευκολία: έχει όλες τις βολές της στην εξοχή – η βολή αυτού του σπιτιού αρχίζει να τον βαραίνει (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–