βολά


βολά
Προφορά

Ετυμολογία
βολά αρχαία ελληνική βολή, με επίδρ. του φορά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βολά

✦ περίσταση, φορά: φρ. μια βολά, κάποτε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.