βοηθητικός
Προφορά
Ετυμολογία
βοηθητικός αρχαία ελληνική βοηθητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βοηθητικός -ή, -ό
✦ ο ικανός να βοηθήσει
✦ ο δευτερεύων
✦ βοηθητικός (στρατιώτης), ο μη μάχιμος
✦ (γραμμ.) βοηθητικά ρήματα, τα ρήματα έχω και είμαι με τα οποία σχηματίζονται οι περιφραστικοί χρόνοι των άλλων ρημάτων (έχω δέσει, είμαι δεμένος κτλ.)
Συνώνυμα
επικουρικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–