βλεννογόνος
Προφορά
Ετυμολογία
βλεννογόνος βλέννα + -γόνος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βλεννογόνος -ος, -ο
✦ που εκκρίνει βλέννα
✦ βλεννογόνος (υμένας) ως ουσ., η μεμβράνη που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια των κοίλων οργάνων του σώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–