βλαχόπουλο


βλαχόπουλο
Προφορά

Ετυμολογία
βλαχόπουλο εθν. Βλάχος + κατάλ. -πουλο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βλαχόπουλο

✦ θηλ. βλαχοπούλα νεαρός βλάχος: να βγουν και τα βλαχόπουλα λαλώντας τις φλογέρες (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.