βλαχοδημαρχίνα
Προφορά
Ετυμολογία
βλαχοδημαρχίνα βλάχος + δήμαρχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βλαχοδημαρχίνα
✦ θηλ. βλαχοδημαρχίνα δήμαρχος χωριού που κατοικείται από βλάχους και ειρων. ο δήμαρχος κάθε μικρού χωριού: δυο παράδες τη λαγήνα, γεια σου βλαχοδημαρχίνα (δημ. τραγ.)
✦ νεόπλουτος χωρικός με αγροίκους και άξεστους τρόπους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–