βλαστός


βλαστός
Προφορά

Ετυμολογία
βλαστός αρχαία ελληνική βλαστός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βλαστός

✦ το φυλλοφόρο όργανο των φυτών, το συνήθως αναπτυσσόμενο πάνω από την επιφάνεια της γης
(μτφ. ) παιδί, απόγονος, βλαστάρι

Συνώνυμα
στέλεχος, καυλός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.