βισκόζ


βισκόζ
Προφορά

Ετυμολογία
βισκόζ └αγγλ┘- └γαλλ┘ viscose

Ερμηνεία
βισκόζ

✦ άκλ. κυτταρίνη σε κολλώδη κατάσταση που χρησιμοποιείται για τη βιομηχανική παραγωγή τεχνητής μέταξας κτλ.
✦ ύφασμα από το υλικό αυτό
✦ (ως επίθ.) ένδυμα που έχει κατασκευαστεί από το ύφασμα αυτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.