βιοπορισμός


βιοπορισμός
Προφορά

Ετυμολογία
βιοπορισμός βίος + πορίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βιοπορισμός

✦ ο πορισμός, με την εργασία, των απαραίτητων, για τη ζωή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.