βιοπαλαίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
βιοπαλαίστρια βιοπαλαίω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βιοπαλαίστρια
✦ θηλ. βιοπαλαίστρια αυτός που μοχθεί για να ζήσει, που δύσκολα κερδίζει τη ζωή του: βιοπαλαιστής από τα πιο μικρά του χρόνια, χίλιες φορές ταπεινωμένος από τους κατόχους του πλούτου (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
μεροκαματιάρης, δουλευτής αποχειροβίοτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–