βεραμάν


βεραμάν
Προφορά

Ετυμολογία
βεραμάν └γαλλ┘ vert-amande (=πράσινο του αμυγδάλου)

Ερμηνεία
βεραμάν

✦ άκλ. που έχει το χρώμα του χλωρού αμυγδάλου, φιστικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.