βεντέτα


βεντέτα
Προφορά

Ετυμολογία
βεντέτα μεσαιωνική ελληνική βεντέττα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βεντέτα

✦ έθιμο κατά το οποίο, σε περίπτωση προσβολής της τιμής ή της ζωής, ο παθών ή κάποιο μέλος της οικογένειάς του ανταποδίδει την προσβολή, με παρόμοια ή βαρύτερη εγκληματική πράξη, κατά του δράστη ή κάποιου από τους συγγενείς του
✦ καλλιτέχνης με μεγάλη φήμη, φίρμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.