βενζόλη


βενζόλη
Προφορά

Ετυμολογία
βενζόλη └γαλλ┘ benzole

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βενζόλη

✦ εύφλεκτο υγρό αντισηπτικό και δηλητηριώδες που παράγεται κυρίως από την ξηρή απόσταξη λιθανθράκων και ελαίων της πίσσας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.