βενζόλη Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply βενζόληΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/βενζόλη.mp3Ετυμολογίαβενζόλη └γαλλ┘ benzole Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η βενζόλη ✦ εύφλεκτο υγρό αντισηπτικό και δηλητηριώδες που παράγεται κυρίως από την ξηρή απόσταξη λιθανθράκων και ελαίων της πίσσας Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–