βενζόη


βενζόη
Προφορά

Ετυμολογία
βενζόη └γαλλ┘ benjoin

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βενζόη

✦ βαλσαμική ρητίνη που εκκρίνουν ορισμένα δέντρα της Άπω Ανατολής χρησιμοποιούμενη στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.