βελτιωτικός


βελτιωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
βελτιωτικός μεταγενέστερη ελληνική βελτιωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ βελτιωτικός -ή, -ό

✦ που μπορεί να βελτιώσει, να καλυτερεύσει μια κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.