βελτιοδοξία
Προφορά
Ετυμολογία
βελτιοδοξία μετάφραση του └διεθν┘meliorisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βελτιοδοξία
✦ φιλοσ. θεωρία κατά την οποία ο κόσμος μπορεί να βελτιωθεί με τις εκούσιες προσπάθειες των ανθρώπων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–