βελονωτός


βελονωτός
Προφορά

Ετυμολογία
βελονωτός βελόνι

Ερμηνεία
επίθετο┘ βελονωτός -ή, -ό

✦ όμοιος με βελόνα
✦ ο εφοδιασμένος με βελόνα, που λειτουργεί με βελόνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.