βελονισμός
Προφορά
Ετυμολογία
βελονισμός βελονίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βελονισμός
✦ αρχαιότατη κινεζική θεραπευτική και αναισθητική μέθοδος, κατά την οποία εμπήγονται βελόνες σε διάφορα σημεία του δέρματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–