βελονάκι
Προφορά
Ετυμολογία
βελονάκι μεσαιωνική ελληνική βελόνιν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού βελόνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βελονάκι
✦ μικρή βελόνα
✦ φρ. θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι, για ασήμαντη υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–