βεζίρης


βεζίρης
Προφορά

Ετυμολογία
βεζίρης └τουρκ┘vezir

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βεζίρης

✦ ανώτατος κρατικός λειτουργός στην οθωμανική αυτοκρατορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.