βασιλεύω
Προφορά
Ετυμολογία
βασιλεύω αρχαία ελληνική βασιλεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βασιλεύω
✦ ασκώ τη βασιλική εξουσία
✦ κυριαρχώ, επικρατώ: στις καρδιές και στην πλάση βασιλεύει ρόδινο σούρουπο (Λορ. Μαβίλης) – βασιλεύει ησυχία
✦ δύω: τη γη τη σκέπαζε, ένας ίσκιος, σαν να ‘χε ο ήλιος βασιλέψει (Ν. Βρεττάκος)
✦ (κ. μτφ. για τα μάτια) γέρνω από τη νύστα, ή κλείνω οριστικά, με το θάνατο: τα μάτια της βασιλέψανε – στα σκοτεινά νερά σας βασίλεψε το φως (Λ. Πορφύρας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–