βασιλίσκος


βασιλίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
βασιλίσκος μεταγενέστερη ελληνική βασιλίσκος, υποκοριστικό του ουσιαστικού βασιλεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βασιλίσκος

✦ μικρός, ασήμαντος βασιλιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.