βασικότητα


βασικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
βασικότητα βασικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βασικότητα

✦ η ιδιότητα του βασικού, το να είναι κάτι θεμελιώδες, ουσιώδες
✦ το να έχει κάτι τις ιδιότητες των χημικών βάσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.