βασιβουζούκος


βασιβουζούκος
Προφορά

Ετυμολογία
βασιβουζούκος └τουρκ┘basιbozuk

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βασιβουζούκος

✦ άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού
(μτφ. ) απείθαρχος, ασύδοτος άνθρωπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.