βασανισμός


βασανισμός
Προφορά

Ετυμολογία
βασανισμός μεταγενέστερη ελληνική βασανισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βασανισμός

✦ έλεγχος, λεπτομερειακή έρευνα
✦ σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία

Συνώνυμα
(ο) ουσ. έλεγχος, λεπτομερειακή έρευνα | σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.