βασανίστρια


βασανίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
βασανίστρια μεταγενέστερη ελληνική βασανιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βασανίστρια

✦ θηλ. βασανίστρια πρόσωπο που υποβάλλει σε βασανιστήρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.