βασίλεμα
Προφορά
Ετυμολογία
βασίλεμα βασιλεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βασίλεμα
✦ η δύση των άστρων, ιδ. του ήλιου: κοιτάζει μαγεμένος το βασίλεμα του ήλιου στις Κυκλάδες (Ηλ. Βενέζης)
✦ (μτφ. ) το τέρμα μιας ζωής ή μιας δράσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–