βασίλειο
Προφορά
Ετυμολογία
βασίλειο αρχαία ελληνική βασίλειον, └ουδ┘ του επιθέτου βασίλειος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βασίλειο
✦ η χώρα που κυβερνιέται από βασιλιά
✦ (μτφ. ) χώρος όπου κυριαρχεί κάποιος
✦ (φυσ.) καθεμιά από τις μεγάλες διαιρέσεις των όντων: το βασίλειο των ζώων – των φυτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–