βασίζω
Προφορά
Ετυμολογία
βασίζω αρχαία ελληνική βάσις
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βασίζω
✦ στηρίζω: βασίζω το συλλογισμό μου σε βέβαια δεδομένα
✦ (μέσ.) βασίζομαι, έχω πεποίθηση: βασίστηκα στην υπόσχεσή του και με εξαπάτησε – βασίζομαι στην ευσυνειδησία σου
Συνώνυμα
εδράζω, θεμελιώνω ,στηρίζομαι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–