βαρώ


βαρώ
Προφορά

Ετυμολογία
βαρώ μεταγενέστερη ελληνική βαρῶ, με σημασιολ. επίδρ. του └ουσ┘ βαριά (= σφυρί)

Ερμηνεία
βαρώ

✦ -άς, -ά κ. ασυναίρ. βαράω ρ. (βάρεσα, βαρεμένος) πιέζω με το βάρος μου
✦ χτυπώ, δέρνω: οι αστυφύλακες… άρχισαν να βαρούν όποιον έβρισκαν μπροστά τους (Γ. Θεοτοκάς)
✦ επιτίθεμαι εναντίον κάποιου: από τη Ρούμελη περάσανε οι αρβανιτάδες για να πάνε στο Μοριά. Εμείς τους βαρέσαμε. Μας βάρεσαν (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ προσβάλλω, επενεργώ βλαβερά: παράπολυ η ζέστα του ήλιου τα βαρεί (Διον. Σολωμός) βαράει στο κεφάλι
✦ πληγώνω, τραυματίζω
✦ ηχώ, σημαίνω: βαράει η καμπάνα – η σάλπιγγα
✦ παίζω μουσικό όργανο: βαρούν τα βιολιά – η λύρα βάρεσε τον πηδηχτό (Π. Πρεβελάκης)
✦ η μτχ. βαρεμένος ως ουσ., ο τραυματίας
✦ φρ. βαράει μύγες, είναι χασομέρης, δεν κάνει τίποτε – βάρεσε κανόνι, χρεοκόπησε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.