βαρύς
Προφορά
Ετυμολογία
βαρύς αρχαία ελληνική βαρύς
Ερμηνεία
βαρύς
✦ -ιά, -ύ επίθ. (Κ -εία, -ύ) που έχει σχετικά μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολύ
✦ βραδυκίνητος, δυσκίνητος
✦ άθυμος, θλιμμένος: πώς έχω την ψυχή βαριά, το δειλινό την Κυριακή (Ζ. Παπαντωνίου)
✦ που προκαλεί βάρος στο στομάχι: βαρύ φαγητό
✦ δυσάρεστος: βαριά μυρωδιά
✦ υβριστικός, προσβλητικός: βαριά κουβέντα
✦ επικίνδυνος: βαριά αρρώστια
✦ βαθύς: είχε βαρύ ύπνο και δεν άκουσε
✦ (για ήχους) χαμηλός και δυνατός
✦ (για ανθρώπους) σοβαρός, ακατάδεκτος
✦ ο γεμάτος δραστηριότητα, που δεν αφήνει ελεύθερο χρόνο: είχα βαρύ πρόγραμμα σήμερα
✦ δύσκολος: βαριά η καλογερική – βαριά δουλειά
✦ ανθυγιεινός: βαρύ κλίμα
✦ (για τον ουρανό)
✦ σκοτεινός με σύννεφα
✦ φρ. βαρύ χέρι, δυνατό, ισχυρό – βαρύ κεφάλι (έχω), αισθάνομαι βάρος, πόνο στο κεφάλι μου – βαρύς καφές, όχι αραιός, πυκνός – κάνει τον βαρύ, τον δύσκολο ή δυσαρεστημένο – μας κάνει τον βαρύ, μας αγνοεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
βαριά (Κ βαρέως)