βαρύνω
Προφορά
Ετυμολογία
βαρύνω αρχαία ελληνική βαρύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βαρύνω
✦ βλ. βαραίνω (σε όλες του τις σημασίες)
✦ (μέσ.) βαρύνομαι, βαριέμαι, εύχρ. ιδ. στη σκωπτική φράση: δε βαρύνεσθε! (δε βαριέστε!)
✦ (γραμμ.) τονίζομαι με βαρεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–