βαρυποινίτισσα


βαρυποινίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
βαρυποινίτισσα βαρύς + ποινή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βαρυποινίτισσα

✦ θηλ. βαρυποινίτισσα ο καταδικασμένος σε βαριά ποινή (σε πολύχρονη φυλάκιση)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελαφροποινίτης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.