βαρυκαρδίζω


βαρυκαρδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
βαρυκαρδίζω βαρύς + καρδιά

Ερμηνεία
βαρυκαρδίζω

✦ κ. βαριοκαρδίζω ρ. προκαλώ κακή ψυχική διάθεση, στενοχωρώ
✦ (αμτβ.) έχω βαριά καρδιά, λυπούμαι υπερβολικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.