βαράκ


βαράκ
Προφορά

Ετυμολογία
βαράκ └τουρκ┘varak

Ερμηνεία
βαράκ

✦ κ. βαράκ άκλ. ουσ. λεπτότατο φύλλο χρυσού που χρησιμοποιείται για επιχρυσώσεις αντικειμένων: με «βαράκ» ήταν χρυσωμένα τα κέρατά του (Στρ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.