βαποράκι


βαποράκι
Προφορά

Ετυμολογία
βαποράκι υποκοριστικό του ουσιαστικού βαπόρι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βαποράκι

✦ μικρό βαπόρι
(μτφ. ) πρόσωπο, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ναρκωτικών, και γεν. αντικειμένων λαθρεμπορίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.