βανδαλισμός


βανδαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
βανδαλισμός └γαλλ┘ vandalisme, από όν. γερμαν. λαού, των Βανδάλων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βανδαλισμός

✦ πράξη βανδάλων, βαρβαρότητα
✦ (ειδ.) η καταστροφή έργων τέχνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.