βαθύκολπος


βαθύκολπος
Προφορά

Ετυμολογία
βαθύκολπος αρχαία ελληνική βαθύκολπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαθύκολπος -η, -ο

✦ για γυναίκα που το φόρεμά της έχει βαθιές πτυχές
✦ η με πλούσια, μεγάλα στήθη: το κορμί βαθύκολπης γυναίκας (Γ. Σεφέρης)
✦ για τη γη, που έχει μεγάλες κοιλάδες
✦ για τη θάλασσα, που σχηματίζει βαθείς κόλπους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.