βαθυπράσινος


βαθυπράσινος
Προφορά

Ετυμολογία
βαθυπράσινος βαθύς + πράσινος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαθυπράσινος -η, -ο

✦ που έχει σκούρο πράσινο χρώμα: μεγάλα δέντρα βαθύσκιωτα, βαθυπράσινα (Πετσάλης – Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.