βαθυγάλαζος


βαθυγάλαζος
Προφορά

Ετυμολογία
βαθυγάλαζος βαθύς + γαλάζιος – γαλανός

Ερμηνεία
βαθυγάλαζος

✦ κ. βαθυγάλανος, -η, -ο επίθ. αυτός που έχει βαθύ, σκούρο γαλάζιο χρώμα: το βαθυγάλαζο της θάλασσας (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.