βαβούρα


βαβούρα
Προφορά

Ετυμολογία
βαβούρα ονοματοποιημένη λ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βαβούρα

✦ θόρυβος, φασαρία: ακουγόταν μια βαβούρα σα να ‘χε συναχτεί άνεργος λαός (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα
οχλοβοή, αναστάτωση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.