βίρα


βίρα
Προφορά

Ετυμολογία
βίρα └ιταλ┘vira, προστ. του virare (= τραβώ)

Ερμηνεία
βίρα

✦ προστ. ρ. (ναυτ. παράγγελμα) τράβα, σήκωνε: βίρα τις άγκυρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.