βέλο


βέλο
Προφορά

Ετυμολογία
βέλο └ιταλ┘velo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βέλο

✦ γυναικεία καλύπτρα του προσώπου από διάφανο ύφασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.