βάση
Προφορά
Ετυμολογία
βάση αρχαία ελληνική βάσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βάση
✦ το μέρος στο οποίο ακουμπά ή στηρίζεται κάτι, βάθρο, στήριγμα: η βάση του κτιρίου – η βάση του κίονος
✦ (γεωμ.) πλευρά ή έδρα σχήματος ή σώματος στην οποία στηρίζονται οι άλλες: βάση τριγώνου-πυραμίδας
✦ (χημ.) ουσία που αν ενωθεί με οξύ παράγει άλας
✦ (μαθημ.) ο αριθμός με τον οποίο ένα αριθμητικό σύστημα αυξάνεται: το δέκα είναι η βάση του δεκαδικού συστήματος
✦ βάση δυνάμεως, σε μια δύναμη, ο αριθμός που πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του τόσες φορές όσες δηλώνει ο εκθέτης
✦ έδρα, ορμητήριο: οι πειρατές με βάση τα παράλια της Ιταλίας, αποτελούσαν μάστιγα για τη Μεσόγειο
✦ θεμελιώδης αρχή, αφετηρία: το επιχείρημα δεν έχει νομική βάση
✦ ο κατώτερος βαθμός επιτυχίας: πολλοί μαθητές έγραψαν κάτω από τη βάση
✦ πληθ. βάσεις, πνευματικά ή ηθικά εφόδια: τα σχολεία μας δεν δίνουν τις βάσεις ώστε οι αυριανοί πολίτες να έχουν αντιστάσεις σε φαινόμενα λαϊκισμού
✦ (στρατ.) περιοχή με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις στην οποία σταθμεύουν ένοπλες δυνάμεις, εκστρατευτικά σώματα κτλ. με τον αναγκαίο οπλισμό τους: στρατιωτική – ναυτική – αεροπορική βάση
✦ το σύνολο των οπαδών, ψηφοφόρων πολιτικού κόμματος σε αντίθεση προς την ηγεσία: η βάση του κόμματος – η βούληση της βάσεως ήταν σαφής και επέβαλε την παραίτηση του αρχηγού
✦ φρ. βάσει ή επί τη βάσει, παίρνοντας ως δεδομένο, ως αφετηρία, στηριζόμενοι σε…: απαιτούμε αυξήσεις επί τη βάσει των υποσχέσεων του πρωθυπουργού – ενεργήσαμε βάσει των αρχών του καταστατικού μας – δίνω βάση, ακούω με προσοχή, εμπιστεύομαι: έδωσα βάση στα λόγια του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–