βάραθρο


βάραθρο
Προφορά

Ετυμολογία
βάραθρο αρχαία ελληνική βάραθρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βάραθρο

✦ βαθύ χάσμα γης, χαράδρα: στο βάθος της σπηλιάς ένα βάραθρο βαθύ, απάτητο από πόδι ανθρώπου σού ‘φερνε τρόμο (Διδώ Σωτηρίου)
(μτφ. ) όλεθρος, καταστροφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.