βάνω


βάνω
Προφορά

Ετυμολογία
βάνω αρχαία ελληνική βιβάζω

Ερμηνεία
βάνω

✦ κ. βάνω ρ. (έβαλα, βάλθηκα, βαλμένος) θέτω, τοποθετώ: δε θυμάμαι πού έβαλα τα γυαλιά μου
✦ καταθέτω: του περισσεύουν και βάζει αρκετά στην τράπεζα
✦ συνυπολογίζω: έβαλες και τα έξοδα;
✦ φορώ: έβαλες τη φανέλα σου ανάποδα
✦ εγκαθιστώ, διορίζω: τον βάλανε επιστάτη
✦ παρακινώ, προτρέπω (ιδ. σε κολάσιμη πράξη): έμπλεξε με κάτι παλιοπαρέες και τον βάλανε να κλέψει
✦ ορίζω, προτείνω: σου βάζω προθεσμία οχτώ μέρες
✦ φρ. βάζω μπρος, αρχίζω, επιχειρώ κάτι: έβαλε μπρος μια σπουδαία δουλειά – βάζω μπροστά κάποιον, επιπλήττω, εξυβρίζω – βάζω τραπέζι, στρώνω, ετοιμάζω το τραπέζι για φαγητό – το βάζω στα πόδια, φεύγω γρήγορα: άλλοι το βάλανε στα πόδια κι άλλοι αυτομολήσανε στον εχθρό (Κ. Βάρναλης) βάζω κάτω, δεν υποκύπτω, δεν δέχομαι να φανώ κατώτερος: δεν ήταν από κείνες που τα βάζουν κάτω πολύ εύκολα (Γ. Θεοτοκάς) – τον έβαλα στη θέση του, τον ανακάλεσα στην τάξη – βάζω γνώση ή μυαλό, λογικεύομαι, σωφρονίζομαι – βάζω τα γυαλιά σε κάποιον, αποδεικνύω ότι είμαι ανώτερος – βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, κάνω κάποιον να υποταχθεί, να συμμορφωθεί – βάζω τη θηλιά ή τ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.