βάνδαλος


βάνδαλος
Προφορά

Ετυμολογία
βάνδαλος └λατιν┘ Vandalus όν. └γερμ┘ λαού

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η βάνδαλος

✦ άνθρωπος βάρβαρος και απειρόκαλος
✦ αυτός που διαπράττει βανδαλισμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.