βάγια


βάγια
Προφορά

Ετυμολογία
βάγια μεταγενέστερη ελληνική τό βάιον

Ερμηνεία
βάγια

✦ ουσ. (Κ βάιον) μικρά κλαδιά από δάφνη, που μοιράζονται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων: πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι (Κ. Βάρναλης)
✦ φρ. μετά βαΐων και κλάδων (δηλωτική της θριαμβευτικής υποδοχής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.